- αποθαλασσία
- αποθαλασσιά η1) послештормовая зыбь; мёртвая зыбь; 2) защищённый от ветра берег моря
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθαλασσιά — η φουρτούνα και μετά το πέσιμο του αέρα, φουσκοθαλασσιά: Περίμεναν αρκετή ώρα, για να σταματήσει η αποθαλασσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποθαλασσιά — η 1. ο κυματισμός που διαρκεί και μετά την παύση του ανέμου που την προκάλεσε 2. περιοχή της θάλασσας, κοντά σε στεριά, προφυλαγμένη από τους ανέμους … Dictionary of Greek
καραντί — το ναυτ. σφοδρή θαλασσοταραχή που εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την κατάπαυση τού ανέμου, αποθαλασσιά, φουσκοθαλασσιά, κουφοθάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. karalti] … Dictionary of Greek
ρεστία — η, Ν ωκεαν. ακατάστατος και ακανόνιστος κυματισμός, φαινόμενο ανάλογο με την αποθαλασσία, που εκδηλώνεται σε ορισμένους λιμένες με χαρακτηριστικό προσανατολισμό ως προς το πέλαγος, όταν σε αυτό επικρατεί κλύδωνας, η λεγόμενη χονδρή θάλασσα, αλλ.… … Dictionary of Greek